Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Άτομο του οποίου ζουν ακόμα και οι δύο γονείς. Κυρίως στους γάμους τα δώρα έπρεπε να τα κρατούν ανόρφανα παιδιά. Αντίθετο «παντόρφανους»