Βρέθηκε το λήμμα
ανόρφανους (ι)
  • Άτομο του οποίου ζουν ακόμα και οι δύο γονείς. Κυρίως στους γάμους τα δώρα έπρεπε να τα κρατούν ανόρφανα παιδιά. Αντίθετο «παντόρφανους»