Βρέθηκε το λήμμα
ανουκακιά (η)

Ετυμολογία: άνω + κάτω

  • Η ανάποδη επιφάνεια (η όχι καλή) ενός υφάσματος. Η καλή επιφάνεια του υφάσματος καλείται ουρθιά (= η ορατή)

    • -Φόρι του π'κάμσου τ' απ' κ' ανουκακιά.