Βρέθηκε το λήμμα
ανυφαντάδις (οι)

Ετυμολογία: αρχ. ανυφαίνω (=ξεϋφαίνω ένα ύφασμα, γιατί έκανα λάθος κατά την ύφανση) > ανυφαντής + άδα (κατάλ. ουσιαστικών όπως ζαλ-άδα, αμαξ-άδα κ.τ.λ.)

  • Λάθη στην ύφανση που παράγουν ελαττωματικό ύφασμα