Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Κυματισμός που προέρχεται από διερχόμενο πλοίο και φθάνει στη στεριά.
Ρεύμα της θάλασσας, το βουβό κύμα όταν χτυπά στην ακτή (ανά+ροή)
Νηρηίδα