Βρέθηκε το λήμμα
ανιφδώ
  • Βοηθώ κάποιον να σηκώσει το φορτίο του, κυρίως σπρώχνω το φορτίο προς τα πάνω της πλάτης του ή τον βοηθάω να φορτώσει το ζώο του (η λ. από το αναπετώ)

    • -Ανιφούδα κουμμάκ' = βοήθησε λίγο να σηκώσω το βάρος

    • -Σα εν ήντου η μάνα τ'ς ν' ανιφδά του κώλου τ'ς, πήγινι χαμέν' (δηλ. αν δεν την βοηθούσε η μητέρα της δεν θα τα έβγαζε πέρα)
Σχετικές λέξεις
ανιφτώ