Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: άνεμος + πύρωμα (=θέρμανση)
Δερματική πάθηση προσώπου, ισχυρή φλόγωση του δέρματος, ερυσίπελας