Βρέθηκε το λήμμα
ανταγιάντ'στους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + νταγιαντώ, τουρκ. dayadim, αόρ. του dayanmak = στηρίζομαι

  • Αβάσταχτος, ανυπόφορος, αυτός που δεν αντέχεται