Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: α στερητ. + νταγιαντώ, τουρκ. dayadim, αόρ. του dayanmak = στηρίζομαι
Αβάσταχτος, ανυπόφορος, αυτός που δεν αντέχεται