Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. Αντίδωρον = δώρο για ανταμοιβή
Το αντίδωρο που παίρνουμε στην εκκλησία