Βρέθηκε το λήμμα
αντίκα (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • μτφ. Άνθρωπος ικανός σε κάτι, έξυπνος, ταλαντούχος

    • -Είνι φτος μια αντίκα, ε τουν πιάν'ς πούβιτα (= πουθενά)