Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
μτφ. Άνθρωπος ικανός σε κάτι, έξυπνος, ταλαντούχος