Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Το ύφασμα το οποίο η νουνά έδενε στο λαιμό της και κρεμούσε το μωρό μετά τη βάφτιση. Στη συνέχεια δώριζε το ύφασμα στη μητέρα του παιδιού για να το κάνει φόρεμα (ανά + κρέμομαι < αρχ. κρεμμάνυμι + ιδί (κατάλ.)]