Βρέθηκε το λήμμα
ταγίν' (του)

Ετυμολογία: ελλ. ταγή

  • Η ταγή, το καθορισμένο σιτηρέσιο που δίνεται στα υποζύγια ή σε άλλα οικόσιτα ζώα