Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βενετ.
Ο ρόζος
Τμήμα κορμού δένδρου πάνω στο οποίο ο κρεοπώλης κόβει το κρέας