Βρέθηκε το λήμμα
τάβλα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • μτφ. Στάβλος

    • -Πήγα, ξιφόρτουσα του γάιδαρου, τσι τουν πήγα σκη τάβλα
Σχετικές λέξεις
ντάβλα (η)