Βρέθηκε το λήμμα
τακάτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Το κουράγιο, η δύναμη

    • -Κουράσκα πουλύ. Έν είχα τακάτ να σ'κώσου ούτι του κ'μάρ' να πιώ νιρό.