Βρέθηκε το λήμμα
ταϊφάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. taife = οικογένεια, φυλή, σωματείο

  • Ομάδα ατόμων για το μάζεμα των ελιών, συντροφιά, παρέα