Βρέθηκε το λήμμα
τακίμια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. takim = ομάδα, πλήθος

  1. Άθροισμα όμοιων πραγμάτων (εργαλείων, σκευών για τον ίδιο σκοπό)

  2. Στολίδια αλόγου (π.χ. καπίστρ', καπλουδέκ'ς, πστιά, μισιά, σαμάρ' χαϊμαλί, κιτσές, κ.τ.λ.

    • -Του ζο τσλιέτι χάμ τσι καν' ούλα τα τακίμια τ' χάλια!