Βρέθηκε το λήμμα
ταβ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Έτοιμο χωράφι για ζευγάρισμα και σπορά

    • -Πα στου τάβι τ' είνι του χουράφ'
Σχετικές λέξεις
ταβλίδκου χουράφ