Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. ταγγίζω
Η λ. κυριολεκτείται στο λάδι που, όταν αλλοιωθεί, παίρνει μια δυσάρεστη οσμή