Βρέθηκε το λήμμα
ταγκίζου

Ετυμολογία: μσν. ταγγίζω

  • Η λ. κυριολεκτείται στο λάδι που, όταν αλλοιωθεί, παίρνει μια δυσάρεστη οσμή

    • -Τάγκουσι του λάδ' τσ' ε τρώγιτι