Βρέθηκε το λήμμα
ταλίμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. talim = στρατ. γυμνάσια

  1. Διδασκαλία, μάθημα

  2. μτφ. η τιμωρία, ο ξυλοδαρμός

    • -Ας κάνου ένα ταλίμ = θα φας ξύλο