Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. takım = ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί
Φιλιώνω, ενσωματώνομαι σε κάποια παρέα, συγχρωτίζομαι