Βρέθηκε το λήμμα
τακιμιάζου

Ετυμολογία: τουρκ. takım = ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί

  • Φιλιώνω, ενσωματώνομαι σε κάποια παρέα, συγχρωτίζομαι