πιντούδις (οι) Βλέπε:
πιουκί (του)
  • Το πιοτό

Επίσης:
πιουμένους (ι)
  • Ο μεθυσμένος

    • -Εν είνι για σ'νόρς! Ε ντουν βλέπ'ς πούνι πιουμένους;
πιουτί Βλέπε:
πιρ'κάτου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει κόκκινες γραμμές γύρω από τα μάτια

πιρ'κέλ (του)
  • υποκορ. της λ. «πέρ'κα»

πιρ'σ'νά
  • Περυσινά

    • -Α ποίσουμι χαγίρ' τσι προυκουπή για θαν' έχουμι τα πιρ'σ'νά;
πιρ'σεύγου
  • Είμαι παραπανίσιος, πλεονάζω

    • -Έφτα πούπις φτάνουν τσι πιρ'σεύγουν
πιρ'σιμιό (του)
  • Το υπόλοιπο, αυτό που έχει περισσέψει, αυτό που πλεονάζει

πιρ'τσά (η)
  • Η περδικοφωλιά, ή οι πολλές πέρδικες

πιρασιά (η)
  • Το πέρασμα

πιρατζάδα (η)
  • Το πέρασμα

    • Φρ: Ψάχνου πιρατζάδα = Αναζητώ ευκαιρία
πιρβάζ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. pervaz

  • Πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας

πιρβουλούδ (του)
  • Μικρό περιβόλι

    • - Ξιλιζγώναμι ένα πιρβουλούδ μι του πιθιρό μ'
πιριδρουμιάζου
  • Τρώω πολύ

    • -Για πότι του πιριδρόμιασι άλλου να σ' λέγου
πιρίδρουμους (ι)
  • Υπερβολικό φαγοπότι

    • -Έφαγι του πιρίδρουμου τ' = έφαγε πολύ φαγητό
πιριπαίζου
  • Κοροϊδεύω, περιγελώ

    • -Μπρε ε ντριπόστι κουματέλ' να μας πιριπαίζιτι, γριές γ'ναίτσις; Άμα θέλιτι να γιλάστι αμέτι αλάργα, κατιβάστι τα βρατσιά σας τσι γιλάστι όσου θέλιτι
πιριπιχτσίδ'κα
  • Κοροϊδευτικά

πιριπλικάδα (η)
  • Φυτό που φύεται το καλοκαίρι στα καλλιεργημένα κτήματα. Μ' αυτό ταΐζουν τα θρεφτάρια (αρνιά). Είναι αναρριχόμενο και περιπλέκεται σε άλλα σκληρά χόρτα. Λέγεται και περικοκλάδα

πιριχύνουμι
  1. Λούζομαι, χύνω νερό επάνω μου

  2. Υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιας ενέργειάς μου, που είχε ως στόχο κάποιον άλλον.

    • Φρ:Τα γιλούσαν ούλα, αλλά δανά τα πιριχύθ'καν
πιριχώ

Ετυμολογία: αρχ. Περιχέω

  • Καταβρέχω, περιχύνω

πιρκούλα (η)
  • Συκιά που κάνει μικρά και πολλές φορές πρώιμα σύκα

πιρκούλια (τα)
  • Ποικιλία σύκων

Πιρμαθούλα

Ετυμολογία: Per (για) + μαθαίνω όλα = αυτή που ήθελε να τα ξέρει όλα, ίσως και κουτσομπόλα

  • Το όνομα «Περμαθούλα»

πιρντέν

Ετυμολογία: τουρκ. birden = με τη μία

Βλέπε:
πιρτσικέλια (τα)
  • Αυγά πέρδικας

πις - πις
  • Πες - πες

    • -Του γ'νικουμάν' αρχίνσι του πις - πις
πισ'νέλα (η)
  • Κάλυπτε το πίσω μέρος του αλόγου σε ένα αραμπά

πισίν' (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. peşın

  • Πληρωμή τοις μετρητοίς

    • -Πισίν' του παρά για να σ' κάνου κη δ'λειά π' θέλ'ς
πισκέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. peşkeş = δώρο, χάρισμα

  1. Δώρο

  2. μτφ. απροσδόκητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης

    • Φρ.: Είνι ένα πισκέσ'! = για κάποιον ανεπιθύμητο
πισκίρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. peşkır

  • Η πετσέτα προσώπου ή χεριών

πισμάν' (του)
  • Η αλλαγή γνώμης, το μετάνιωμα

πισμανεύγου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μετανιώνω

    • -Πήγα γω έμ ντα τούθιλα. Πισμάνιψα στα χίλια δυο που λέγ' ι λόγους, γιακί αλλιώς τάξιρα τσ' αλλιώς τα ήβρα

    • -Τούπι τούτους αλλά του πισμάνιψι = το είπε αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη, μετάνιωσε
πισμανλίκ' (του)
  • Μετάνιωμα

πισπιρού
  • Από βραδύς, μετά τον εσπερινό

πιστέρ' (του)
  • Περιστέρι

πιστιβάν' (του)
  • Τμήμα χειροποίητου μεντεσέ για πορτοπαράθυρα (πιστιβάν' είναι το πάνω τμήμα και καϊναμάς το κάτω τμήμα)

Πιστόλ'ς (ι)
  • Κύριο όνομα (Απόστολος)

πιταλόκαρφου (του)
  • Καρφί για πέταλα

πιταλώνου
  1. μτφ.

  2. Καπελώνω κάποιον, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ

  3. στη γλώσσα των κυνηγών: τραυματίζω το θήραμα

    • -Τουν πιτάλουσε του λαγό!
πιταφτού
  • Επίτηδες

πιταχτάρ' (του)
  • Το δια περιφοράς ρίξιμο της μισινέζας στη θάλασσα από τη στεριά (είδος ψαρέματος)

πιτιέμι
  • μτφ. πετιέμαι για λίγο

    • -Πιτάχκα ίσαμι του μπακάλ', τσ' εν ήντου ανοιχτός
πιτραδαριό (του)
  • Σωρός από πέτρες

πιτραδέλ' (του)
  • Πετραδάκι

πιτράτου ή πιτρένιου (του)
  • Ποικιλία αμύγδαλου

πιτριά (η)
  • Βολή με πέτρα

πιτρόλαδου (του)
  • Πετρέλαιο (το χρησιμοποιούσαν στην κατοχή και για να καταπολεμήσουν τις ψείρες)

πιτρουσάν'δου (του)
  • Σανίδι γύρω στους 50 πόντους με εγκοπή 8-10 πόντους για να πιάνει το σχοινί και να δένεται πάνω στο σκαρβέλι του σαμαριού του ζώου. Χρησιμοποιούνταν για να φορτώσεις και από τις δύο πλευρές του ζώου τενεκέδες ή πέτρες κ.τ.λ., για μεταφορά