Κοροϊδεύω, περιγελώ
Φυτό που φύεται το καλοκαίρι στα καλλιεργημένα κτήματα. Μ' αυτό ταΐζουν τα θρεφτάρια (αρνιά). Είναι αναρριχόμενο και περιπλέκεται σε άλλα σκληρά χόρτα. Λέγεται και περικοκλάδα
Λούζομαι, χύνω νερό επάνω μου
Υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιας ενέργειάς μου, που είχε ως στόχο κάποιον άλλον.
Ετυμολογία: Per (για) + μαθαίνω όλα = αυτή που ήθελε να τα ξέρει όλα, ίσως και κουτσομπόλα
shareΤο όνομα «Περμαθούλα»
Ετυμολογία: τουρκ. peşın
shareΠληρωμή τοις μετρητοίς
Ετυμολογία: τουρκ. peşkeş = δώρο, χάρισμα
shareΔώρο
μτφ. απροσδόκητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΜετανιώνω
Τμήμα χειροποίητου μεντεσέ για πορτοπαράθυρα (πιστιβάν' είναι το πάνω τμήμα και καϊναμάς το κάτω τμήμα)
μτφ.
Καπελώνω κάποιον, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ
στη γλώσσα των κυνηγών: τραυματίζω το θήραμα
Το δια περιφοράς ρίξιμο της μισινέζας στη θάλασσα από τη στεριά (είδος ψαρέματος)
Πετρέλαιο (το χρησιμοποιούσαν στην κατοχή και για να καταπολεμήσουν τις ψείρες)
Σανίδι γύρω στους 50 πόντους με εγκοπή 8-10 πόντους για να πιάνει το σχοινί και να δένεται πάνω στο σκαρβέλι του σαμαριού του ζώου. Χρησιμοποιούνταν για να φορτώσεις και από τις δύο πλευρές του ζώου τενεκέδες ή πέτρες κ.τ.λ., για μεταφορά