Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
μτφ.
Καπελώνω κάποιον, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ
στη γλώσσα των κυνηγών: τραυματίζω το θήραμα