Βρέθηκε το λήμμα
πιταλώνου
  1. μτφ.

  2. Καπελώνω κάποιον, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ

  3. στη γλώσσα των κυνηγών: τραυματίζω το θήραμα

    • -Τουν πιτάλουσε του λαγό!