Βρέθηκε το λήμμα
πιριχύνουμι
  1. Λούζομαι, χύνω νερό επάνω μου

  2. Υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιας ενέργειάς μου, που είχε ως στόχο κάποιον άλλον.

    • Φρ:Τα γιλούσαν ούλα, αλλά δανά τα πιριχύθ'καν