Πατάω
μτφ. ξεπερνώ
Ρίχνω τροφή στο παχνί για να φάνε τα ζώα πριν τα βάλω για δουλειά (π.χ. ζευγάρισμα κ.τ.λ.)
Πες μου με ποιόν μιλάς (με ποιόν κάνεις παρέα) να σου πω τι σόι άνθρωπος είσαι!
Η επένδυση του πλεούμενου με τάβλες κι απ' τις δυο πλευρές, για να μην μπαίνει νερό
Σανίδωμα στέγης
Πιάνω
Στις φράσεις:
Ετυμολογία: τουρκ. pezevenk = μαστροπός
shareΠεζεβέγκης = αισχρός άνθρωπος, αχρείος, ρουφιάνος, ψεύτης
Επικλινές έδαφος των χωραφιών ισιωμένο με πέτρες και χώμα
Λιθόχτιστο τοιχάκι κολλητά σε οικοδομή, που χρησιμεύει για κάθισμα ή ξεπέζεμα
Παριστάνω τον κόκορα (μτφ. ο έφηβος που, θεωρώντας ότι έχει μεγαλώσει, παριστάνει τον κόκορα (πετεινό) και αρχίζει να γαμπρίζει)