πατσχάς (ι)
  • Αυτός που πάσχει από πλατυποδία

πατώ
  1. Πατάω

  2. μτφ. ξεπερνώ

    • -Πατήσαμι του Γιακήμ.= δηλ. τον ξεπεράσαμε π.χ. στα κατορθώματα κ.τ.λ. (κάναμε περισσότερα από αυτόν).
πάχ'τα (τα)
  • Τα πάχη

παχιά λόγια
  • Καυχησιολογήματα, κομπορρημοσύνες

παχνιάζου
  • Ρίχνω τροφή στο παχνί για να φάνε τα ζώα πριν τα βάλω για δουλειά (π.χ. ζευγάρισμα κ.τ.λ.)

πεζεβένγκ'ς Βλέπε:
πέμ' μι ποιόν κουβιτγίαγ'ς να σ' πω ποιος είσι
  • Πες μου με ποιόν μιλάς (με ποιόν κάνεις παρέα) να σου πω τι σόι άνθρωπος είσαι!

Πέμκ' (η)
  • Η ημέρα Πέμπτη

    • -Βάφουν τα κότσνα αυγά, Κότσιν' Πέμκ' για!!!
πέρ'κα (η)
  1. Το πουλί πέρδικα

  2. Είδος πετρόψαρου

πέρ'σ'
  • Πέρυσι

    • -Ξέχασις πέρ'σ' γκ' μπαγουνιά που ποίτσι;
περγέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. pergel

  • Ο διαβήτης

περκάτα πρόβατα (τα)
  • Πρόβατα με κόκκινες βούλες στο πρόσωπο και καμιά φορά και πάνω στα πόδια

πέρκους (ι)
  • Αρσενική πέρδικα

περντάχ' (του) Βλέπε:
περοδρομιάζου
  • Τρώω πολύ

    • -Του τι περοδρόμιασι, άλλου πράμα!
πέσια (τα)
  • Τα στήθη

    • -Τ' ζάφτου μια τσ' ανάψας τα πέσια τ'!
πέτου
  • Πες το

    • -Α πεις τ' Νουνού μ' τ' Νικάκ' να μ' στείλ' καμιά πλανετούδα; Πέτου μπε δάσκαλι!
πέτρος (ι)
  • Παιδικό παιχνίδι

πέτσκους (ι)

Ετυμολογία: περσ.

  • Ο στρεβλός, ο κυρτωμένος (στραβός)

    • -Τα σανίδια είνι πέτσκα
πέτσουμα (του)
  1. Η επένδυση του πλεούμενου με τάβλες κι απ' τις δυο πλευρές, για να μην μπαίνει νερό

  2. Σανίδωμα στέγης

πετσούρ' (του)
  • Πέτσα

πεχλιβάν'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Παλαιστής

πθεύγου Βλέπε:
πθήκια (τα)
  • Παθήματα

    • -Άρχισει να μ' λέγ' τα πθήκια τ'
πι
  • Με

    • -Κ'γανίτις πι του βράσμα (με βράσμα)
πιάνου
  1. Πιάνω

  2. Στις φράσεις:

    • -Πιάν' του μάκι τ' = είναι βάσκανος

    • -Πιάν' του χέρι τ'= είναι επιδέξιος ή κλέβει (ανάλογα με την περίπτωση)

    • -Πιάν' τόπου = ωφελεί

    • -Πιάν' του τόπου = εμποδίζει

    • -Έπιασι = φύτρωσε (για φυτά)

    • -Έπιασι του μπόλ' = έδεσε

    • -Εν έπιασι = δεν πέτυχε το αστείο ή το πείραγμα
πιασμός ή νταλαμπέκους (ι)
  • Η ελονοσία

πιαστήρια (τα)
  • Πιαστράκια (χρησιμοποιούνται για να πιάνουμε ζεστά φαγητά)

πιατσαλήδις (οι)
  • Άνθρωποι της πιάτσας

πιδέξιους (ο)
  • Επιδέξιος

    • -Τα μιταξουτά βρατσιά θέλουν πιδέξια σκέλια
πιδεύγου
  • Παιδεύω, τυραννώ

πιδί (του)
  • Παιδί

πιζιβένγκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. pezevenk = μαστροπός

  • Πεζεβέγκης = αισχρός άνθρωπος, αχρείος, ρουφιάνος, ψεύτης

πίζιρβα (επίρρ.)

Ετυμολογία: επί + ζερβός

  • Παράμερα, απόμερα, μοναχικά

πιζούλ' (του)
  • Το πεζούλι (χαμηλός μικρός τοίχος από πέτρα)

πιζούλα (η)
  1. Επικλινές έδαφος των χωραφιών ισιωμένο με πέτρες και χώμα

  2. Λιθόχτιστο τοιχάκι κολλητά σε οικοδομή, που χρησιμεύει για κάθισμα ή ξεπέζεμα

πιζουλέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «πιζούλ'»

πικ'κός (ι)
  • Ποντικός

πικ'κουκούραδα (τα)
  • Περιττώματα ποντικού

πικ'ναρέλ' (του)
  • Μικρός πετεινός

    • -Γι αλεπού πικ'ναρέλια νειρεύγητι
πικ'ναρίζου
  • Παριστάνω τον κόκορα (μτφ. ο έφηβος που, θεωρώντας ότι έχει μεγαλώσει, παριστάνει τον κόκορα (πετεινό) και αρχίζει να γαμπρίζει)

πικ'νός (ι)
  1. Πετεινός

  2. Το κοκοράκι που πυροδοτεί το καψούλι του όπλου

πικραθάσια (τα)
  • Ποικιλία αμύγδαλου

πιλικούδα (ι)
  • Κομμάτι ξύλου για φωτιά

πιλτές (ι)

Ετυμολογία: ελλ. Πολτός

  1. Πηχτός ζωμός ντομάτας

  2. Γλυκό κουταλιού

πιν'ντάρ' (του)
  • Πενηντάδραχμο

Επίσης:
πινοτάφ (του)
  • Γλυκό από ζάχαρη, μέλι και αμύγδαλα.

πιντακουσιάρ' (του)
  • Πεντακοσάρικο (πεντακόσιες δραχμές)

πιντάρ' (του) Βλέπε:
πιντόλιρου (του)
  • Χρυσό νόμισμα αξίας πέντε τούρκικων λιρών