Βρέθηκε το λήμμα
πισμανεύγου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μετανιώνω

    • -Πήγα γω έμ ντα τούθιλα. Πισμάνιψα στα χίλια δυο που λέγ' ι λόγους, γιακί αλλιώς τάξιρα τσ' αλλιώς τα ήβρα

    • -Τούπι τούτους αλλά του πισμάνιψι = το είπε αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη, μετάνιωσε