Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. peşkeş = δώρο, χάρισμα
Δώρο
μτφ. απροσδόκητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης