Βρέθηκε το λήμμα
πισκέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. peşkeş = δώρο, χάρισμα

  1. Δώρο

  2. μτφ. απροσδόκητος και ανεπιθύμητος επισκέπτης

    • Φρ.: Είνι ένα πισκέσ'! = για κάποιον ανεπιθύμητο