Βρέθηκε το λήμμα
πισίν' (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. peşın

  • Πληρωμή τοις μετρητοίς

    • -Πισίν' του παρά για να σ' κάνου κη δ'λειά π' θέλ'ς