Βρέθηκε το λήμμα
ντουλάντα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ο καταφερτζής, αυτός που καταφέρνει να ξεγελάει τους άλλους, απατεώνας

    • -Μιγάλ' ντουλάντα είνι τούτους γι άθρουπους!