Βρέθηκε το λήμμα
ντούμπανους (ι)
  • Καταραμένος, άθλιος

    • -Φουκιά π' άναψι έφτους ι ντούμπανους ι τουρισμός στ'ς Ουρσιώτις = έχει την έννοια του αναθεματισμένου

    • -Μ'έσκασις πλιά. Ντούμπανου γένι! = σε βαρέθηκα

    • -Ντούμπανο να γίνουν τσι τ' αλώνια τσι του καλό τουν! = η φράση εκφράζει απογοήτευση