Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. tersaçı και dırsek = ανάστροφη κορυφή γωνίας, αγκώνας, γωνία δρόμου
Μπαλκόνι, βεράντα