Βρέθηκε το λήμμα
ντουρσέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tersaçı και dırsek = ανάστροφη κορυφή γωνίας, αγκώνας, γωνία δρόμου

  • Μπαλκόνι, βεράντα