Βρέθηκε το λήμμα
ντρίλ'

Ετυμολογία: αγγλ. ή γαλλ. drille = φτηνό βαμβακερό ύφασμα

  • Είδος υφάσματος

    • -Φουρεσιά απού ντρίλ'