Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αγγλ. ή γαλλ. drille = φτηνό βαμβακερό ύφασμα
Είδος υφάσματος