Βρέθηκε το λήμμα
τραμιλτζάνα (η)

Ετυμολογία: βενετ.

  • Μεγάλο γυάλινο δοχείο προστατευμένο με καλαθόπλεγμα

Σχετικές λέξεις
ντραμιλτζάνα (η)