Βρέθηκε το λήμμα
ντούρμα
  1. Μικρό ύψωμα στο έδαφος, ντούρμα χωραφιού

  2. Ως επιφών.: έλα τώρα, σταμάτα, μη λές τέτοια

    • -Του χ'μώνα πήγα σκ' Μυτιλήν' απ' τα πουδάρια!

    • -Ντούρμα!