Βρέθηκε το λήμμα
ντουρούκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ψάρι που μοιάζει με την παλαμίδα αλλά είναι κάπως άγευστο

  2. Τρουλωτός, λόφος