Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βενετ.
Μεγάλο γυάλινο δοχείο προστατευμένο με καλαθόπλεγμα