Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κοντός + στούμπης < όψιμο μσν. στούμπος (= κόπανος)
Κοντός στο ανάστημα