Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. konuşmak = ομιλώ
Άνθρωπος της παρέας, ευχάριστος στη συντροφιά