Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
Σύνολο εφοδίων και τροφών που παίρνει κανείς μαζί του όταν σκοπεύει να φάει εκτός σπιτιού