Βρέθηκε το λήμμα
κουμάδα (η)
  • Η ατονία, η έλλειψη δύναμης

    • -Τουν ήβραν πάλι οι κουμάδις τσ' ε μπορεί να πάρ' τα πουδάρια τ'!