Βρέθηκε το λήμμα
κουντο -κουντου
  • Ως α'συνθ. προσδίδει στο β' συνθετικό διάφορες σημασίες, π.χ. κουντουχουριανός = ο απ' το πλησίον ευρισκόμενο χωριό καταγόμενος κ.τ.λ.

    • -Φρ: -Τουν έβαλα στου κουντό = Άρχισα να τον κυνηγώ