Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kudurmak
Δυναμώνω, φουντώνω, αφηνιάζω, θορυβώ υπερβαίνοντας τα όρια, χαλώ κόσμο