Βρέθηκε το λήμμα
κουντουργκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. kudurmak

  • Δυναμώνω, φουντώνω, αφηνιάζω, θορυβώ υπερβαίνοντας τα όρια, χαλώ κόσμο

Σχετικές λέξεις
κουντουρντίζου
κουτουρντίζου