Βρέθηκε το λήμμα
κουμμάκ' (επίρρ.)
  • Κομμάτι, λίγο

    • -Κουμμάκ' νιρό = λίγο νερό

    • -Να ξικουραστώ τσι να τσμηθώ κουμμάκ'

    • -Άσι μπε να βρέξ' κουμμάκ', μη του γουρσουζεύγ'ς, είχαμι ξιραθεί για τα καλά

    • -Τιλιώσ'τι γλήγουρα τσ' ύστιρα λούτι να φάμι κουμμάκ' πουκαθούρα. Γω α μπήξου. Έχου τσι κουμμάκ' τσίπα κρακ'μέν'