Βρέθηκε το λήμμα
κουνάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. konak = μεγαλοπρεπής κατοικία, κατάλυμα, χώρος διανυκτέρευσης στο ταξίδι

  • Μέρος όπου κρατούσαν τα ζώα που έκαναν αγροζημίες μέχρι να πάει ο ιδιοκτήτης να πληρώσει τη ζημιά και να τα αποφυλακίσει