Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kumsal = αμμώδες
Αφράτο χώμα, αμμουδερό, ανακατεμένο με διάφορα υλικά και μη αποδοτικό. Αδύναμο χωράφι