Βρέθηκε το λήμμα
κουμσ'άλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kumsal = αμμώδες

  • Αφράτο χώμα, αμμουδερό, ανακατεμένο με διάφορα υλικά και μη αποδοτικό. Αδύναμο χωράφι

    • -Κουμσ'άλκου χουράφ'!