Βρέθηκε το λήμμα
ανιγκουλιέμι
  • Προσκολλώμαι, γίνομαι κολλιτσίδα, πηγαίνω κάπου πολύ συχνά, έστω και αν δεν είμαι ευχάριστος και δεν με θέλουν.

    • -Ανιγκουλίστσι τσ' έρχιτι κάθι μέρα.