Βρέθηκε το λήμμα
άκαρα (τα)

Ετυμολογία: ανακαρώνω (δημοτικής) = ανακτώ τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι

  • Οι σωματικές δυνάμεις, η αντοχή

    • -Εν έχου άκαρα!
Σχετικές λέξεις
ανάκαρα (τα)