Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ανακαρώνω (δημοτικής) = ανακτώ τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι
Οι σωματικές δυνάμεις, η αντοχή