Βρέθηκε το λήμμα
ανέννοιαστους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + έννοια

  • Χωρίς έγνοιες, χωρίς σκοτούρες

    • -Ήντου ανέννοιαστους, γιλαστός, γιμάτος καλουσύν'!