Βρέθηκε το λήμμα
ανιβρουταριά

Ετυμολογία: ανιβρώ = ξεχύνομαι προς τα πάνω, πηγάζω, αναβλύζω (μτγν. αναβρύω < ανά + βρύω (=αναβλύζω)

  • Σημεία αγρού, βοσκοτόπου κ.τ.λ. που βγάζουν υγρασία-νερό