Βρέθηκε το λήμμα
ανιγουρεύγου
  • Αναζητώ, νοιάζομαι, ρωτώ να μάθω για κάποιον, ελέγχω

    • -Είχι ένα σ'τσόνα κι κάκ' αμυγδαλιές τσι κάθα λίγου ήρχουντου τσι τ' ανιγόριβγι = τα επισκεπτόταν, τα ήλεγχε, τα νοιαζότανε