Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Εμπνέω σε κάποιον πόθο για ένα πρόσωπο ή πράγμα. Ξεσηκώνω κάποιον να κάνει κάτι, τσιγκλίζω